- ντεπόρ
- τοάκλ. χρηματιστηριακός όρος που σημαίνει τη διαφορά μεταξύ τής τιμής σε μετρητά και τής τιμής με προθεσμία όταν η δεύτερη είναι μικρότερη από την πρώτη, σε αντιδιαστολή με το ρεπόρ.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. deport < de + report, χρηματιστηριακός όρος].
Dictionary of Greek. 2013.